- θεομητορικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη Μητέρα του Θεού: Θεομητορικές γιορτές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεομητορικός — ή, ό (AM θεομητορικός και θεομητρικός, ή, όν) [θεομήτωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεομήτορα («θεομητορικοί ἑορταί») … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek